- ζῳύφιον
- ζῳύφιον [ῠ], τό, Dim. of ζῷον, ζῴδιον, Ath.5.210c, Gal.6.666, Hsch., cj. for ζωόφυτα in S.E.P.1.41.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ζῳύφιον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζωύφιον — ζῷιον neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζῳυφίων — ζῳύφιον neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζῳύφια — ζῳύφιον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ANIMAE — Graecis ψνχαὶ genus animalis lucernas circum volitantis et flammam appetentis exitiô suô. Πυραύςται aliter iisdem dicuntur. Glossarum vetus c. de avibus, Anima, ψυχὴ. tabanus μύωψ. vespertilto, νυκτερὶς. Hesych. ψυχὴ, πτηνὸν, ζωΰφιον, Anima,… … Hofmann J. Lexicon universale
ζωύλλιον — ζῳΰλλιον, τὸ (Μ) [ζώον] βλ. ζωύφιον … Dictionary of Greek
ζωύφιο — το (Α ζῳΰφιον) (υποκορ. τού ζώο) μικρό ζώο νεοελλ. 1. έντομο, ζούδι 2. παράσιτο που ζει στο σώμα τού ανθρώπου, όπως η ψείρα, ο ψύλλος κ.λπ. αρχ. ζωόφυτο*, ζώο μαζί και φυτό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο) (ΙΙ)* + υποκορ. κατάλ. ύφιο(ν) (πρβλ. δενδρ ύφιον,… … Dictionary of Greek
ολολυγών — ὀλολυγών, όνος, ἡ (Α) 1. δυνατή φωνή, κραυγή από χαρά ή από κλάμα 2. η ερωτική κραυγή τού αρσενικού βατράχου όταν καλεί το θηλυκό για οχεία («καὶ τὴν ὀλολυγόνα δὲ τὴν γινομένην ἐν τῷ ὕδατι οἱ βάτραχοι οἱ ἄρρενες ποιοῡσιν, ὅταν ἀνακαλῶνται τὰς… … Dictionary of Greek
χιλαάγρα — Α (κατά τον Ησύχ.) «ζωΰφιόν τι» … Dictionary of Greek